-
1 formulaire
έντυπο -
2 бланк
-
3 бланк
бланкм τό ἔντυπο[ν]:телеграфный \бланк ἐντυπο γιά τηλεγράφημα. -
4 печатный
επ.1. τυπογραφικός•печатный стэнок μηχανή εκτύπωσης ή τυπογραφικήπιεστήριο, πρέσα.
2. έντυπος, τυπωμένος•-ая книга έντυπο (τυπωμένο) βιβλίο.
|| ως ουσ. -ое το έντυπο.3. δημοσιευμένος (στον τύπο).4. του τύπου•-ые буквы γράμματα του τύπου.
5. σφραγισμένος, ανάγλυφος.εκφρ.печатный лист – τυπογραφικό φύλλο•- ое слово – το δημοσίευμα•- ое дело – τυπογραφική τέχνη. -
5 анкета
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > анкета
-
6 заявление
1. (просьба ο чём-л., изложенная письменно в официальной форме) η αίτησ/ηбланк - я δελτίο/έντυπο - ης2. (объявление) η δήλωση- морского протеста η ένορκη κατάθεση του πλοιάρχου και του πληρώματος (περί βλάβης του πλοίου ή του φορτίου), η έκθεση έκτακτου συμβάντος (του πλοιάρχου)по - ю стороны юр. σύμφωνα με την - της πλευράς3. см. заявка.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявление
-
7 переводный, переводной
1. тех. της αλλαγής 2. (предназначенный для перевода денег) της μεταφοράς 3. (переведённый с какого-л. языка) μεταφρασμένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переводный, переводной
-
8 форма
1. (внешний облик) η μορφήη διαμόρφωσητο σχήμα2. (вид, тип) о τύπ/οςτο είδοςаналитическая - αναλυτικός -, βασικός -3. (установленный образец чего-л.порядок в чем-л.) το έντυπο, το υπόδειγμα4. (приспособление, шаблон) το καλούπιη μήτραвогнутая мет. (поверхности бочки валка) - κοίλου τόξου5. лингв. η μορφήзвательная - см. падеж звательный неопределенная - глагола το απαρέμφατο б.(филос) το σχήμα7. (иск., литер.) η μορφή 8. (единая одежда) η στολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > форма
-
9 формуляр
1. (книга) το ημερολόγιο 2. (бланк) το έντυπο 3. (библиотечный) η κάρτα/καρτέλα της βιβλιοθήκης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > формуляр
-
10 чек
1. (банковский) η επιταγ/ή---2. (квитанция) η απόδειξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чек
-
11 анкета
анкет||аж τό ἔντυπο[ν] ἐρωτηματολόγιο[ν]. -
12 переводной
переводн||о́й, перево́дн||ыйприл 1.:\переводнойая литература οἱ μεταφράσεις· 2.:переводный вексель фин. ἡ συναλλαγματική· переводный бланк (почтовый) τό ἔντυπο ἐπιταγής· ◊ \переводнойые картинки ἡ χαλκομανία· \переводнойые экзамены οἱ προα-γωγικές ἐξετάσεις. -
13 переводный
переводн||о́й, перево́дн||ыйприл 1.:\переводныйая литература οἱ μεταφράσεις· 2.:переводный вексель фин. ἡ συναλλαγματική· переводный бланк (почтовый) τό ἔντυπο ἐπιταγής· ◊ \переводныйые картинки ἡ χαλκομανία· \переводныйые экзамены οἱ προα-γωγικές ἐξετάσεις. -
14 classified ad
noun ((American want ad) a small advertisement that people put in a newspaper when they want to buy or sell something, offer or find a job etc.) μικρές αγγελίες σε έντυπο -
15 form
I 1. [fo:m] noun1) ((a) shape; outward appearance: He saw a strange form in the darkness.) μορφή,σχήμα2) (a kind, type or variety: What form of ceremony usually takes place when someone gets a promotion?) είδος,τύπος3) (a document containing certain questions, the answers to which must be written on it: an application form.) έντυπο4) (a fixed way of doing things: forms and ceremonies.) τύπος,εθιμοτυπία5) (a school class: He is in the sixth form.) τάξη2. verb1) (to make; to cause to take shape: They decided to form a drama group.) σχηματίζω2) (to come into existence; to take shape: An idea slowly formed in his mind.) σχηματίζομαι3) (to organize or arrange (oneself or other people) into a particular order: The women formed (themselves) into three groups.) συγκροτώ4) (to be; to make up: These lectures form part of the medical course.) αποτελώ•- be in good form
- in the form of II [fo:m] noun(a long, usually wooden seat: The children were sitting on forms.) μακρόστενος πάγκος -
16 handbill
noun (a small printed notice.) διαφημιστικό έντυπο/φέιγ-βολάν -
17 periodical
[-'o-]noun (a magazine which is issued regularly (every week, month etc).) περιοδικό,έντυπο -
18 publication
1) (the act of publishing or announcing publicly: the publication of a new novel; the publication of the facts.) δημοσίευση2) (something that has been published eg a book or magazine: recent publications.) έκδοση,έντυπο -
19 reading matter
noun (something written for others to read (eg books, newspapers, letters): There's a lot of interesting reading matter in our local library.) έντυπο υλικό -
20 анкета
[ανκιέτα] ουσ. θ. έντυπο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
έντυπο — το καθετί που παράγεται με εκτύπωση (βιβλίο, εφημερίδα, περιοδικό κτλ.), το προϊόν της τυπογραφίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
δελτίο — Έντυπο φύλλο χαρτιού που περιέχει σημαντικές πληροφορίες· συνοπτική έκθεση που προέρχεται από αρχή ή υπηρεσία και προορίζεται για ανακοίνωση· κάρτα με σημειώσεις. δ. αποστολής. Νομότυπο έγγραφο που συμπληρώνεται εις τριπλούν και συνοδεύει το… … Dictionary of Greek
αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… … Dictionary of Greek
Αναμόρφωσις — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Έντυπο πολιτικού περιεχομένου που εκδιδόταν στην Κεφαλονιά τέσσερις φορές τον μήνα –και συνήθως το Σάββατο– από τις 30 Δεκεμβρίου 1843 έως την 1η Ιανουαρίου 1846. 2. Έντυπο πολιτικού και φιλολογικού… … Dictionary of Greek
αποταμίευση — Στην οικονομία, είναι η πράξη με την οποία ένα άτομο διαθέτει μέρος του εισοδήματός του για σκοπούς άσχετους προς την άμεση κατανάλωση. Α. ονομάζεται επίσης το αντικείμενο της αποταμιευτικής πράξης, δηλαδή το αποταμιευμένο χρήμα (ή και άλλο… … Dictionary of Greek
εικονογραφώ — (AM εἰκονογραφῶ, έω) 1. περιγράφω παραστατικά 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εικονογραφημένος, η, ο (για έντυπο ή κείμενο) αυτός που έχει διακοσμηθεί, συμπληρωθεί ή αποδοθεί με εικόνες. νεοελλ. 1. στολίζω έντυπο, ναό ή κτήριο, με εικόνες αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος … Dictionary of Greek
μονόφυλλος — η, ο (ΑΜ μονόφυλλος, ον) (για φυτά και άνθη) αυτός που έχει ένα μόνο φύλλο ή σέπαλο νεοελλ. μσν. (για ένδυμα ή ύφασμα) αυτός τού οποίου το πλάτος αποτελείται από ένα μόνο φύλλο («μονόφυλλο σεντόνι») νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ένα φύλλο… … Dictionary of Greek
υφαίρεση — Το ποσό κατά το οποίο μειώνεται ένα χρέος όταν εξοφληθεί πριν από την προθεσμία του. Πολλές φορές οι έμποροι δεν πληρώνουν σε μετρητά όλα τα εμπορεύματα που αγοράζουν. Πληρώνουν ένα μόνο μέρος, και για τα άλλα συντάσσουν ειδικό έντυπο που τους… … Dictionary of Greek
Λιόσα, Μάριο Βάργκας — (Mario Vargas Llosa, Αρεκουίπα 1936 –). Περουβιανός λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος και κριτικός της λογοτεχνίας. Αρχικά φοίτησε στη Στρατιωτική Ακαδημία Λεόνθιο Πράδο (1950 52) και στη συνέχεια στο εθνικό κολέγιο Σαν Μιγκέλ της… … Dictionary of Greek